- υποπορευσις
- ὑποπόρευσιςὑπο-πόρευσις-εως ἥ подземный (потайной) ход Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποπόρευσις — εύσεως, ἡ, Α [ὑποπορεύομαι] υπόγεια πορεία … Dictionary of Greek
ὑποπορεύσεις — ὑποπόρευσις underground way fem nom/voc pl (attic epic) ὑποπόρευσις underground way fem nom/acc pl (attic) ὑποπορεύομαι go secretly aor subj act 2nd sg (epic) ὑποπορεύομαι go secretly fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)